-
1 ῥάχις
2 spine or backbone,σύγκειται ἡ ῥ. ἐκ σφονδύλων, τείνει δ' ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μέχρι πρὸς τὰ ἰσχία Arist.HA 516a11
, cf. PA 654b12, al.; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες impaled, A. Eu. 190, cf. S.Fr.20, E.Cyc. 643; μυελὸς κοίλης ῥάχεως Archel. ap. Antig.Mir.89, cf. Pl.Ti. 77d, 91a.1 ridge of a hill or mountain, Hdt.3.54, 7.216, IG42(1).71.14 (Epid., iii B.C.), Plb.3.101.2, D.H.5.44, Str.3.2.3 (pl.); ἂν ῥάχιν along the ridge, GDI5075.69 (Crete, i B.C.); so Archil.21 like ned Thasos to an ὄνου ῥάχις.2 ῥ. ῥινός bridge of the nose, Poll.2.79, Ruf.Onom.35.3 ῥ. φύλλου mid-rib of a leaf, Thphr.HP3.7.5, al.
См. также в других словарях:
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek